μιλιούνι

μιλιούνι
το
(λ. ιταλ.), πληθ. -ια
1. το εκατομμύριο.
2. μτφ., στον πληθ., μιλιούνια μεγάλο, αμέτρητο πλήθος: Οι ψείρες στο κεφάλι του ήταν μιλιούνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μιλιούνι — και μελεούνι, το (Μ μιλιούνι και μιλούνιν) εκατομμύριο νεοελλ. στον πληθ. μιλιούνια πολυάριθμο, ανυπολόγιστο πλήθος, απροσδιόριστος αριθμός («οι μύγες ήταν μιλιούνια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. millione «εκατομμύριο»] …   Dictionary of Greek

  • Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”